ζεύξιμος

ζεύξιμος
-η, -ο [ζευγνύω]
1. ο κατάλληλος να ζευχθεί, αυτός στον τράχηλο τού οποίου μπορεί να τοποθετηθεί ζυγός
2. το ουδ. ως ουσ. το ζεύξιμο
το ζέψιμο, η ζεύξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζεύξιμο — το βλ. ζεύξιμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”